28/04/2024

Μπαμπάς, ο τρυφερός “ήρωας” των παιδικών μας χρόνων σήμερα γιορτάζει!


Έκθεση: O μπαμπάς μου κι εγώ

(γράφει ο Αλκιβιάδης Κούσης)

O μπαμπάς μου είναι ψηλός. Φτάνει μέχρι τον ουρανό. Έχει μαύρα μαλλιά και καστανά μάτια. Μερικές φορές έχει μούσι και μερικές φορές δεν έχει. Εμένα μου αρέσει πιο πολύ όταν δεν έχει, γιατί όταν με φιλάει, τα γένια του δε με τσιμπάνε. Η μαμά τον φωνάζει «αγριάνθρωπο» κάθε φορά που αφήνει το μούσι, αλλά εμένα δεν μου φαίνεται καθόλου αγριάνθρωπος. Ίσα ίσα γίνεται πιο καλός, γιατί όταν μου χαμογελάει φαίνονται καλύτερα τ’ άσπρα του δόντια. Ο αγριάνθρωπος είναι ένας κακός άνθρωπος, ο μπαμπάς μου δεν είναι κακός, είναι ο πιο καλός μπαμπάς του κόσμου!

 

Όταν ήμουν πιο μικρός και μ’ έβαζαν μέσα στο καρότσι, ο μπαμπάς μου έσκυβε, με έπιανε με τα πελώρια χέρια του και με ανέβαζε πολύ ψηλά. Μπορούσα να πιάσω το πρόσωπό του, αλλά και τη λάμπα που κρεμόταν από το ταβάνι. Η μαμά τότε τσίριζε και του έλεγε να με κατεβάσει αμέσως κάτω, γιατί θα μπορούσα να πέσω και να χτυπήσω. Η μαμά νομίζω είναι λίγο φοβιτσιάρα!

 

Μου αρέσει να πετάω ψηλά. Ο μπαμπάς μου το ξέρει και με πετάει ψηλά, να πιάσω τον ουρανό! Μια φορά που ήμασταν στη θάλασσα παραλίγο να πιάσω και τον ήλιο, αλλά μου ξέφυγε! Με πετούσε και με πετούσε κι εγώ άνοιγα τα χέρια μου και τα τέντωνα και καθόλου δεν με ένοιαζε. Κι έσκαγα στα γέλια κι εκείνος  μου έλεγε «λίγο ακόμα» και  «λίγο ακόμα». Στο τέλος κατέληγα στη μεγάλη του αγκαλιά και πάντα με φιλούσε στην κοιλίτσα κι εγώ γαργαλιόμουν. Αλλά μου άρεσε.

 

Ο μπαμπάς μου είναι και λίγο μάγος. Όταν έρχεται στο σπίτι από τη δουλειά, πάντα βγάζει κάτι πολύ μεγάλο από την τσέπη του και μου το δίνει. Εγώ δεν ξέρω τι θα μου δώσει, γιατί δεν φαίνεται, έτσι που το έχει κρυμμένο. Έρχεται κοντά μου και με ρωτά «τι έχω στην τσέπη μου;». Εγώ αρχίζω αμέσως τις μαντεψιές, αλλά ποτέ δεν το βρίσκω. Την τελευταία φορά μου έφερε ένα τεράστιο χρωματιστό ζαχαρένιο μπαστουνάκι, που ακόμα το έχω και το τρώω λίγο λίγο. Η μαμά τού λέει να μη μου φέρνει ζαχαρωτά και γλυκά, γιατί θα μου χαλάσουν τα δόντια. Εκείνος της απαντά πως τα δόντια μου είναι καινούρια και δεν παθαίνουν τίποτα με λίγη ζάχαρη. Ο μπαμπάς μου έχει κάνει συμφωνία για το πόσο γλυκά θα τρώω, είναι ο πιο γλυκός μπαμπάς του κόσμου!

 

Μια άλλη φορά είχε φυλάξει μες στην τσέπη του ένα αστέρι. Μου είπε ότι το είχε κατεβάσει από τον ουρανό για να μου το δώσει, επειδή φοβάμαι το σκοτάδι. Και τώρα, η μαμά μου λέει, έχω το δικό μου αστέρι για να με φωτίζει! Εγώ όμως προτιμώ, όταν είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου το βράδυ για να κοιμηθώ, να έρθει εκείνος να μου πει την καληνύχτα! Έτσι όπως στέκεται από πάνω μου, γίνεται ολόκληρος ένα μεγάλο αστέρι κι εγώ νιώθω καλά κι αποκοιμιέμαι. Και μετά αισθάνομαι στο μάγουλο τα χείλη του και με φαγουρίζουν λίγο τα γένια του κι ας έχει ξυριστεί. Πώς γίνεται να φεύγει το πρωί ξυρισμένος και το βράδυ να με γαργαλούν οι τρίχες;  Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Μετά όμως κοιμάμαι κι όλα τα ξεχνώ.

 

Με τον μπαμπά μου πάω μεγάλες βόλτες. Με πηγαίνει περπατώντας στις κούνιες που είναι μακριά από το σπίτι και με γυρίζει  πίσω στην αγκαλιά του, επειδή έχω κουραστεί. Και δεν τον πειράζει που εμένα μου αρέσει να χώνομαι μέσα στα χώματα και να κάνω βαθιές τρύπες.  Καθόλου δεν τον ενοχλεί που μπαίνουν χώματα στα παπούτσια μου και λερώνονται τα ρούχα μου και η μαμά φωνάζει. Το ξέρει ότι μου αρέσει να σκάβω και μου έχει πάρει κουβαδάκι και φτυαράκια και κάθεται μαζί μου και με κοιτάζει τι φτιάχνω και πάντα μου δίνει ιδέες. Όταν είναι να φύγουμε, με ακουμπά πάνω στο παγκάκι κι αρχίζει να με τινάζει για να φύγουν τα χώματα από παντού. Μου βγάζει τα παπούτσια και τα χτυπά μεταξύ τους για να μην καταλάβει η μαμά ότι πάλι μ’ άφησε στα χώματα. Κι έχουμε ένα μυστικό μεταξύ μας. Όμως η μαμά πάντα το καταλαβαίνει!

Ο μπαμπάς μου αγαπά το νερό και μου δείχνει πώς να πλένομαι. Μου βάζει μέσα στην μπανιέρα τα παπάκια και ρίχνει πιο πολύ απ’ το αφρόλουτρο για να γίνει πολύς αφρός. Μετά παίζουμε μαζί με τις ώρες. Μου κάνει αφρό στα μαλλιά και τα ανακατεύει και μου λέει πως τώρα είμαι ένα «αφρισμένο» παιδάκι και κάνουμε πολλές φουσκάλες και πάντοτε καθυστερεί να με βγάλει και η μαμά φωνάζει πως θα με πουντιάσει. Εκείνος όμως δοκιμάζει το νερό με το χέρι του και δεν το αφήνει να κρυώσει. Με ξεπλένει για να έχω το πιο καθαρό μουτράκι που υπάρχει και με βγάζει από την μπανιέρα αστραφτερό μέσα στο μπουρνούζι μου.

Με τον μπαμπά μου διαβάζουμε παραμύθια στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού κάθε Κυριακή μεσημέρι. Μου έχει αγοράσει η νονά μου κάτι βιβλία, που γράφουν μέσα όλα τα παραμύθια του κόσμου. Εγώ ξαπλώνω στο στήθος του, εκείνος παίρνει το πολύ σοβαρό του ύφος, ανοίγει το βιβλίο σε μια σελίδα κι αρχίζει να μου διαβάζει. Έχω μάθει για την Κοκκινοσκουφίτσα και τη Χιονάτη, τον Πινόκιο που μεγαλώνει η μύτη του κάθε φορά που λέει ψέματα, τα γουρουνάκια και τον κακό λύκο. Εγώ τα ξέρω όλα αυτά τα παραμύθια από έξω. Του αρέσει να με μπερδεύει όμως και μου λέει πως τάχα η Κοκκινοσκουφίτσα συνάντησε στο δάσος τους εφτά νάνους και πως η μύτη της Χιονάτης μεγαλώνει όταν λέει ψέματα. Και τότε σκάμε στα γέλια και του λέω πως δεν πάει έτσι το παραμύθι κι εκείνος μου απαντά πως αν εγώ το ξέρω καλύτερα, να ξαπλώσει πάνω μου για να του πω και να κοιμηθεί! Μια φορά το έκανε κιόλας και μας βρήκε έτσι η μαμά και γελούσε.

Η γιαγιά μου λέει πως μοιάζω πάρα πολύ στον μπαμπά μου όταν εκείνος ήταν μικρός. Μα πότε πρόλαβε και μεγάλωσε τόσο πολύ; Δεν καταλαβαίνω. Ο μπαμπάς μου μού είπε πως όλοι κάποτε μεγαλώνουν και πως κι εγώ, θα γίνω μια μέρα ένα ψηλό και δυνατό παλικάρι. Και όλα θα τα καταφέρνω και ίσως και καλύτερα από εκείνον που θα είναι πια γέρος. Εγώ αγαπώ τον μπαμπά μου κι έχω αποφασίσει ότι  θέλω να μείνω για πάντα μικρός. Έτσι κι εκείνος δεν θα γίνει ποτέ γέρος και θα μπορούμε να κάνουμε συνέχεια πράγματα μαζί. Θα έχω για πάντα τον καλύτερο μπαμπά του κόσμου!


Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.


*