Οσο λες σε όλα «ναι», σε μια σχέση προβληματική, σε μια φιλία τοξική, σε μια δουλειά τυραννική, είναι μονόδρομος η ίδια η ύπαρξή σου να θεωρηθεί δεδομένη. Και όσων χρόνων και αν μαρτυρά η ταυτότητά σου ότι είσαι, στα μάτια όσων επωφελούνται από τα αναντίρρητα «ναι» που τους χαρίζεις, θα θεωρείσαι πάντα το παιδί για όλες τις δουλειές. Με το που θα καταφέρεις να πεις και να εννοείς το πρώτο σου «όχι», ανοίγεται μπροστά σου ο δρόμος του σεβασμού.
Αν το καλοσκεφτούμε, το «όχι» είναι ουσιαστικά μια πρώτης τάξεως ασπίδα ενάντια στην εκμετάλλευση –ένα εργαλείο για να ανακτήσεις τη χαμένη, ή έστω συρρικνωμένη, αξιοπρέπειά σου. Χρειάζεται θάρρος για να το ξεστομίσεις, και ούτε είναι εύκολο να το αποδεχτείς όταν κάποιος άλλος το λέει σε εσένα. Το «όχι» είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον περίφημο φόβο της απόρριψης, από τον οποίο υποφέρουν εδώ και αιώνες οι δυτικές κοινωνίες. Ομως μόνο θέτοντας τα όριά σου νιώθεις πραγματικά ελεύθερος.
Ερχεται μια στιγμή στη ζωή σου που λες «μη με ξαναπάρεις ποτέ τηλέφωνο» και επιτέλους το εννοείς. Είναι τότε που επιστρέφεις το φαινομενικά γοητευτικό δώρο μιας φιλίας ή μιας ερωτικής σχέσης στον αποστολέα του, αφού κατάφερες τελικά να δεις τα αόρατα σχοινιά που ήταν δεμένα επάνω του και σιγά σιγά σου στερούσαν τον αέρα που αναπνέεις.
To savoir faire του «όχι»
Οπως σε όλες τις μεγάλες αλλαγές που καλείσαι να κάνεις στη ζωή σου, έτσι και στη συγκεκριμένη, δεν χρειάζεται να τινάξεις τα πάντα στον αέρα. Τα «όχι» βγαίνουν σε πολλές εκφάνσεις και αποχρώσεις: δεν αποδέχεσαι ένα αίτημα φιλίας στο Facebook από κάποιον γνωστό σου ο οποίος και στην πραγματική ζωή σού φαίνεται αδιάφορος ή αντιπαθητικός. Επίσης, επιλέγεις να διαγράψεις από φίλο ή ακόμη και να μπλοκάρεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κάποιον που κάνει κακό στην αισθητική ή στην ψυχολογία σου –σοκάροντας την παγκόσμια και τόσο καθωσπρέπει κοινότητα των social media, που θεωρεί το πάτημα του unfriend πράξη σχεδόν αναρχική. Απορρίπτεις ευγενικά κάποιον φίλο που σου ζητάει για πολλοστή φορά βοήθεια και κάθε φορά που το κάνει νιώθεις ότι κρέμεται από πάνω σου. Ακόμη και η απαίτηση του έφηβου γιου σου να είναι το φαγητό σερβιρισμένο στο τραπέζι ακριβώς τη στιγμή που πεινάει, λες και τον έχεις αφήσει νηστικό επί ημέρες, μπορεί να χαλιναγωγηθεί. Και κάπως έτσι, όταν αρχίσει να καταλαγιάζει η σκόνη που άφησε ο καλπασμός των πρώτων σου «όχι», ξεπροβάλλουν τα δικά σου σχέδια, ανάγκες και απωθημένα, που τόσον καιρό είχες αφήσει στο περιθώριο.
Μία καλή άσκηση είναι να αρχίσεις να αντιδράς σε συμπεριφορές ανθρώπων που δεν σημαίνουν τίποτα για σένα, που δεν πρόκειται να τους ξαναδείς. Θυμάμαι ότι όταν είχα αρχίσει να κάνω ψυχοθεραπεία, εκείνο που άκουγα συνέχεια είναι ότι φοβάμαι να μαλώνω με κοντινούς μου ανθρώπους, από φόβο μην τους χάσω. Και έτσι άρχισα να μαλώνω με ταξιτζήδες που θα μου έβαζαν τις φωνές επειδή ζητούσα να ανοίξω το πίσω παράθυρο ή επειδή δεν είχαν ρέστα από εικοσάευρο ή με άτομα που μιλούσαν δυνατά στο σινεμά. Ηταν μια καλή αρχή.
Η γοητεία της άρνησης
Πολλά μπορούν να ειπωθούν για το αντίπαλο δέος του «όχι», για την ολοφάνερη γοητεία του «ναι»: είναι πολύ δημοφιλές στην ποπ κουλτούρα, ή μάλλον σε κάθε κουλτούρα, καθώς έχει συνδυαστεί με το μαζικό ντοπάρισμα περί θετικής ενέργειας και ανεξίτηλου χαμόγελου. Σίγουρα, τα καλά του «ναι» δεν είναι λίγα: υποδηλώνει και προϋποθέτει θάρρος, σημαίνει ότι παίρνεις ρίσκο με ανοιχτή καρδιά και όλα αυτά δεν είναι διόλου ανάξια λόγου.
Το «όχι» όμως; Το «όχι» έχει μια σκοτεινή, ανυπέρβλητη γοητεία. Νιώθεις τους πόρους του κρανίου σου να διαστέλλονται και να σε συνεπαίρνει μια άγρια χαρά, λες και δεν είσαι εσύ που το έχεις μόλις ξεστομίσει. Το «όχι» έχει μεταλλικό ήχο. Είναι το ηχηρό χτύπημα της πόρτας που μέχρι πρότινος άφηνε την τυφλή επιρροή των άλλων να αλωνίζει στη ζωή σου. Ομως σπανίως πανηγυρίζουμε για τα «όχι» της ζωής μας. Συνήθως συνοδεύονται από φόβο ή από κάτι πολύ χειρότερο: από ενοχή. Το ότι ξέρεις να λες «όχι» τραβώντας τη διαχωριστική γραμμή δεν είναι από τις αρετές που διαλαλείς σε ένα τραπέζι με φίλους, σε μια συνέντευξη για δουλειά ή σε ένα πρώτο ραντεβού. Πολύ συχνά ούτε εμείς οι ίδιοι δεν συνειδητοποιούμε τη δύναμη που αντλούμε από τα «όχι» μας, επειδή η κοινή γνώμη, λανθασμένα, το συγχέει με τον αρνητισμό. Σε έναν κόσμο που το «σκέψου θετικά» είναι ψυχαναγκαστικό σλόγκαν τυπωμένο σε χιλιάδες μπλουζάκια, είναι δύσκολο να εξηγήσεις ότι υπάρχει και άλλος δρόμος προς την προσωπική ολοκλήρωση.
Η τεράστια διαφορά ανάμεσα στον αρνητισμό και στη «δύναμη του όχι» είναι ότι ο πρώτος συνιστά μια διαρκή συμπεριφορά και στάση ζωής, ενώ η δεύτερη είναι μια αναλαμπή αγνής και καθαρής προσωπικής επιλογής. Με άλλα λόγια: δεν έχει νόημα να λες «όχι» όλη την ώρα, αλλά όταν και όπου πρέπει.
Τα λυτρωτικά «όχι»
Οπως επισημαίνει η Νέτη Φίλια, σύμβουλος ψυχικής υγείας και δημοσιογράφος, με ειδίκευση στη Γνωσιακή – Συμπεριφορική Θεραπεία, «το «όχι», μια μικρή αλλά τόσο σημαντική λέξη, μοιάζει για μερικούς βαριά και εκτός προσωπικού ρεπερτορίου. Αν αρνηθούμε να ξαναδώσουμε εκείνα τα δανεικά –και για ακόμη μία φορά αγύριστα –που μας ζητάει ο φίλος μας, φοβόμαστε πως θα τον χάσουμε. Αν αρνηθούμε να φάμε Κυριακή μεσημέρι με τους γονείς ενώ έχουμε σχέδια με τον σύντροφό μας, θα υποστούμε την γκρίνια και τα μούτρα τους. Αν αρνηθούμε να εξυπηρετήσουμε εκείνη τη συνάδελφο την ώρα που σχολάμε ενώ έχουμε ήδη αργήσει στο ραντεβού μας, φοβόμαστε πως θα σκεφτεί κάτι κακό για εμάς. Και καταλήγουμε να λέμε «ναι» σε όλα, να συμφωνούμε σε κάτι που αρχικά δεν θέλαμε. Επειδή θα μας κακοχαρακτηρίσουν, θα μας θεωρήσουν αγενείς, εγωιστές, επιθετικούς. Και λέμε συνέχεια «ναι», για να μας αποδεχτούν και να μας αγαπήσουν περισσότερο. Θα είμαστε τα καλά παιδιά, οι αγαπητοί φίλοι, οι δοτικοί σύντροφοι, οι εξυπηρετικοί συνάδελφοι. Αλλά θα είμαστε και πολύ θυμωμένοι».
Και συμπληρώνει: «Με την αυτοπεποίθηση σε θερμοκρασίες υπό το μηδέν, δυσκολευόμαστε να αρνηθούμε και ουσιαστικά να τοποθετηθούμε με ειλικρίνεια απέναντι στους άλλους και κυρίως απέναντι στον εαυτό μας. Ενώ το «ναι» επιβεβαιώνει πρόσκαιρα την πεποίθησή μας ότι παραμένουμε δημοφιλείς, το «όχι» μάς απελευθερώνει και μακροπρόθεσμα ενισχύει την αυτοεικόνα μας. Μας κάνει να νιώθουμε πιο ικανοί, συντονισμένοι με τις επιθυμίες μας και ότι επιτέλους οι άλλοι δεν μας επιβάλλονται. Τελικά, με τα «όχι» διώχνουμε τον φόβο της απόρριψης, ενώ με τα πιεσμένα μας «ναι» εντείνουμε τη δυσφορία και τον θυμό».
Πώς, όμως, μπορείς να ρισκάρεις να πεις «όχι», όταν σε όλα σχεδόν τα επίπεδα ζεις σε ένα καθεστώς διαρκούς ανασφάλειας; Φοβάσαι μη χάσεις τη δουλειά σου και μείνεις άφραγκος, φοβάσαι μη χάσεις τον σύντροφο και τους φίλους σου και μείνεις ολομόναχος. Το τίμημα φαντάζει μεγάλο. Αρχικά, όλοι σε αντιμετωπίζουν σαν τον τρελό του χωριού. Οι συνάδελφοι επειδή τολμάς να αντιμιλήσεις στον προϊστάμενο ενώ στην πραγματικότητα και εκείνοι του τα έχουν μαζεμένα. Οι φίλοι επειδή τους λες «δεν έχω όρεξη να βγω απόψε» χωρίς να σκαρφιστείς κάθε λογής δικαιολογίες. Και ο σύντροφος που ξαφνικά του ανακοινώνεις «δεν μου αρέσει ο τρόπος που μου φέρεσαι όταν είμαστε μπροστά σε τρίτους» ή «δεν με ικανοποιεί η ερωτική μας ζωή».
Και τελικά, ενώ τόσα χρόνια φοβόσουν ότι αν θέτεις τα όριά σου όλοι θα σε μισούν, προς μεγάλη σου έκπληξη συνειδητοποιείς ότι όχι μόνο αρχίζουν να σε σέβονται, αλλά και να σε θαυμάζουν για την τόλμη που οι ίδιοι δεν έχουν καταφέρει να εντοπίσουν μέσα τους. Η επιτυχία, σε οποιονδήποτε τομέα, είναι κάτι που δημιουργείται με τα «ναι». Δεν μπορείς να πας σε μια νέα δουλειά και με το καλημέρα να αρχίσεις να διαφωνείς με όσα σου αναθέτουν, χρειάζεται πρώτα να εδραιώσεις τη θέση σου, να αποδείξεις την αξία σου. Αλλά κατόπιν τούτου, η επιτυχία συντηρείται με τα «όχι». Οταν θα δηλώσεις την πρώτη σου ηχηρή άρνηση και θα συνειδητοποιήσεις ότι είτε σε επαγγελματικό είτε σε προσωπικό επίπεδο όλοι θα αρχίσουν να σε ακούν με μεγαλύτερη προσοχή, η αδρεναλίνη που θα εκκριθεί στο σώμα σου θα σε κρατάει σε εγρήγορση για πολλές ακόμη πτώσεις και πτήσεις, χωρίς το ντεμοντέ αλεξίπτωτο του «θέλω να τα έχω καλά με όλους».
Εξίσου σημαντικό, και ίσως ακόμη πιο δύσκολο, είναι το «όχι» που πρέπει να λέμε στον ίδιο μας τον εαυτό. Οταν θέλουμε να κάνουμε άλλο ένα «τελευταίο» τσιγάρο ενώ έχουμε πει ότι θα το κόψουμε. Οταν δεν πρέπει να ξανακυλήσουμε στην ίδια αδιέξοδη σχέση. Ή όταν είναι καλύτερα να κάνουμε, έστω προσωρινά, μια δουλειά εκτός του αντικειμένου μας, αφού όσες άλλες μάς έχουν προταθεί θα μας κάνουν με μαθηματική ακρίβεια να μισήσουμε αυτό για το οποίο είμαστε προορισμένοι.
Εχει ενδιαφέρον ότι μεγαλώνοντας ψελλίζουμε τα «όχι» στους άλλους, ενώ όταν ήμασταν παιδιά τα φωνάζαμε με όλη μας τη δύναμη. Το «όχι» είναι μια πολιτική πράξη που εξασκούμε σε καθημερινή βάση, αλλά εκείνο το άναρχο «όσι» που λέγαμε ως μπόμπιρες είναι η πρώτη διακήρυξη της ανεξαρτησίας ενός νεοαφιχθέντος ανθρώπου, απέναντι στα δεσμά του κόσμου όλου: όχι, δεν θα φάω τον πουρέ, δεν θα κοιμηθώ από τις οκτώ, δεν θα φύγουμε ακόμη από το πάρκο. Εγκαταλείποντας την κούνια, μπαίνεις σιγά σιγά στη φυλακή. Και αυτό επειδή αρχίζεις να φοβάσαι τους πάντες και τα πάντα.


Τα θετικά της απόρριψης
Ενας μύθος που καταδιώκει το «όχι» είναι ότι δεν εμπεριέχει διαλλακτικότητα. Λάθος. Τα «όχι» σου μπορεί να είναι κεκαλυμμένα «ναι», να έχουν θετική χροιά. Αν, για παράδειγμα, πεις στον εργοδότη σου «δεν θέλω να ασχοληθώ με αυτό το κομμάτι δουλειάς επειδή δεν μου ταιριάζει, αλλά είμαι πολύ καλύτερος σε κάτι άλλο και μπορώ να δουλέψω διπλά και τριπλά για να το αποδείξω». Ή αν πεις σε έναν φίλο ή εραστή ενώ η σχέση σας περνάει κρίση: «Σου τα λέω όλα αυτά επειδή πραγματικά ενδιαφέρομαι για σένα και θέλω να το λύσουμε. Αλλιώς θα είχα φύγει». Περνάμε παραπάνω από το μισό της ζωής μας λέγοντας «ναι» για να αρέσουμε στους άλλους και ξαφνικά συνειδητοποιούμε ότι λέγοντας «όχι» επιτέλους αρέσουμε στον πιο αυστηρό κριτή όλων, τον εαυτό μας.
Η δυσμένεια της άρνησης εξηγείται και επιστημονικά: οι νευρολόγοι υποστηρίζουν ότι το «όχι» καταγράφεται στον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου με ανεξίτηλο τρόπο. Ενα «ναι» μπορεί να ξεχαστεί. Ενα «όχι», ποτέ. Το ανθρώπινο μυαλό είναι ρυθμισμένο να αντιδρά πιο έντονα σε ένα αρνητικό, παρά σε ένα θετικό σήμα. Μια προσβολή ισοδυναμεί με δέκα κομπλιμέντα.
Οι προσκλήσεις του γάμου σου έχουν πάρει τον δρόμο του ταχυδρομείου, αλλά μια καταναγκαστική ένωση ισούται με κάτεργο και ποτέ δεν είναι αργά να την αποτρέψεις. Η δουλειά σου μοιάζει αξιοζήλευτη σε μια εποχή με τόση ανεργία, αλλά εσένα σου προκαλεί έναν αφόρητο κόμπο στο στομάχι. Οι γονείς σου έκαναν θυσίες για να σε σπουδάσουν, αλλά η Νομική δεν σε εκφράζει καθόλου και τώρα ήρθε η ώρα να ρητορεύσεις ενώπιον ενόρκων για εκείνο που πραγματικά θέλεις να κάνεις στη ζωή σου. Οταν βρίσκεις τον εαυτό σου σε λάθος δρόμο, το «όχι» είναι απαραίτητο αν δεν θέλεις να εκτροχιαστείς. Ολοι έχουμε ένα μικρό ανθρωπάκι μέσα μας που λέει «ναι» σε όλα, που πάσχει από το σύνδρομο της μαζορέτας και θέλει να είναι αρεστό σε όλους. Ηρθε η ώρα να κάνεις μια μεγάλη κουβέντα μαζί του.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ