Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η ήττα Ολάντ και η... αναγκαστική στροφή σε μοντέλο Μπλερ

Τα απαξιωτικά αποτελέσματα των εκλογών στη Γαλλία μπορεί να γίνουν η αφορμή για αλλαγή ρότας. Το παράδειγμα της Βρετανίας και της Γερμανίας προ 20 ετών και η ανάγκη του Ολάντ να στραφεί σε... λιγότερο κουτούς συμμάχους.

  • Nicolas Bouzou*
Η ήττα Ολάντ και η... αναγκαστική στροφή σε μοντέλο Μπλερ

Τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών μπορεί να αποτελούν ταπείνωση για τη Γαλλία, αλλά είναι επίσης μία πρωτοφανής ευκαιρία για εκσυγχρονισμό. Θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν τον Φρανσουά Ολάντ να εφαρμόσει μία πολιτική την οποία πάντα πίστευε αλλά ποτέ δεν μπορούσε ή ποτέ δεν είχε το θάρρος να προσπαθήσει.

Ιστορικά, οι Γάλλοι ποτέ δεν προχώρησαν σε οικονομική απελευθέρωση χωρίς να έχει προηγηθεί μία πολιτική ή οικονομική κρίση, όπως ο πόλεμος της Αλγερίας ή η πτώση του φράγκου πριν από το 1983. Η υψηλή αποχή από τις εκλογές της Κυριακής και η ενίσχυση της στήριξης στο Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν μπορούν να αποτελέσουν την σκανδάλη που θα πυροδοτήσει αλλαγή.

Υπάρχουν τρεις βασικοί κανόνες για τα υψηλά ποσοστά της άκρας δεξιάς:

  • Το πρώτο είναι η ανικανότητα των σύγχρονων κομμάτων να αντιμετωπίσουν τη δομική ανεργία που πεισματικά επιμένει από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
  • Το δεύτερο είναι ο φόβος της παγκοσμιοποίησης, που ενσωματώνεται στην Κίνα και τη βιομηχανική της έκρηξη, σε συνδυασμό με την τεχνολογική καινοτομία, και αντικατοπτρίζεται στις ΗΠΑ και στους θρασείς επιχειρηματίες τους. Αυτές οι ανησυχίες εξηγούν τη στήριξη της ακροδεξιάς ακόμη και σε πόλεις χωρίς ανεργία και μετανάστες.
  • Το τρίτο είναι η ξενοφοβία, η συμπεριφορά μίας ακραίας μειονότητας η οποία υπάρχει στις περισσότερες πλούσιες χώρες. Για αυτό η άκρα δεξιά μπορεί να πετύχει ισχυρή δημοτικότητα ακόμη και σε περιοχές όπως η Σκανδιναβία ή η Αυστραλία, όπου η ανεργία δεν είναι τόσο μεγάλο πρόβλημα όσο στη Γαλλία.

Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα είναι τόσο άσχημα που ο Φ. Ολάντ θα αναγκαστεί να αλλάξει την κυβέρνησή του με την πολύ χαμηλή δημοτικότητα και πιθανώς τον ίδιο τον πρωθυπουργό, Ζαν Μαρκ Ερό.

Γιατί λοιπόν όλα αυτά να είναι θετικά;

Επειδή ο Φ. Ολάντ γνωρίζει ότι η μόνη λύση στην ανεργία είναι να εγκαταλείψει την παραδοσιακή κοινωνική – κρατιστική πολιτική για χάρη του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Περίπου ό,τι έκαναν ο Τόνι Μπλερ και ο Γκέρχαρντ Σρέντερ στις δικές τους χώρες πριν από περίπου 20 χρόνια και ό,τι προσπαθεί να κάνει τώρα ο Ματέο Ρέντσι στην Ιταλία.

Τα πρώτα δύο χρόνια στην εξουσία, η γαλλική κυβέρνηση αύξησε τους φόρους, ειδικότερα για τους πλούσιους και τη μεσαία τάξη, οδηγώντας σε δημοσιονομική απομόνωση τη χώρα και σε σημαντική μείωση της ζήτησης – η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις είναι στάσιμες. Το 2014, η ανάπτυξη του γαλλικού ΑΕΠ πιθανότατα θα είναι της τάξεως του 1%, ρυθμός ανεπαρκής για να σταθεροποιηθεί το δημόσιο χρέος ή να μειωθεί η ανεργία.

Στις αρχές του 2014, ο Φ. Ολάντ παρουσίασε ένα «σύμφωνο ευθύνης», ένα μίγμα δεσμεύσεων για τη μείωση της γραφειοκρατίας, τον περιορισμό της συνεισφοράς των εργοδοτών για κοινωνική ασφάλιση και των δημοσίων δαπανών (δυστυχώς όμως, απέτυχε να αντιμετωπίσει την πολύ περίπλοκη εργασιακή νομοθεσία). Γίνεται «σοσιαλδημοκράτης», που εξακολουθεί να αποτελεί προσβολή για τους Γάλλους.  

Παρ' όλα αυτά, η αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος και οι πράσινοι εταίροι του εξακολουθούν να αντιστέκονται στην «οικονομική πολιτική που στοχεύει στην πλευρά της προσφοράς», η οποία απέχει πολύ από τις εκλογικές δεσμεύσεις του 2012 και το επίσημο πρόγραμμα του κόμματος τα τελευταία 30 χρόνια. Όπως είπε ο φιλόσοφος και πρώην υπουργός Παιδείας, Λικ Φερί, ο Φ. Ολάντ θέλει να εφαρμόσει μία έξυπνη πολιτική με κουτούς συμμάχους.

Ο αναπόφευκτος ανασχηματισμός θα δώσει την ευκαιρία να περιοριστεί η κυβέρνηση σε μετριοπαθείς ηγέτες της αριστεράς. Εάν στην πρωθυπουργία διοριστεί ένας πολιτικός που είναι φιλικός προς τις επιχειρήσεις, όπως ο νυν υπουργός Εξωτερικών Λοράν Φαμπιούς ή ο υπουργός Εσωτερικών Μανουέλ Βαλ, τότε θα δοθρί ένα θετικό μήνυμα για τη βούληση να δημιουργηθεί ένα φιλόδοξο σύμφωνο ευθύνης. Θα αποσαφηνιζόταν η στροφή του προέδρου στην «πλευρά της προσφοράς». Ο Φ. Ολάντ θα μπορούσε τότε να εξηγήσει γιατί μία πολιτική που επικεντρώνεται στις επιχειρήσεις ευνοεί τη μεσαία τάξη και τους ανέργους και γιατί είναι πολύ πιο αποτελεσματική στη στήριξή τους από την πολιτική κρατισμού και προστατευτισμού που εφαρμόζεται τόσο καιρό. Επίσης θα βελτίωνε τις σχέσεις μεταξύ της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Κομισιόν.

Βεβαίως, υπάρχει η πιθανότητα να επικρατήσει ο συντηρητισμός. Ο Φ. Ολάντ, όπως και οι προκάτοχοί του, Ζακ Σιράκ και Νικολά Σαρκοζί, θα μπορούσε να θεωρήσει πως το πολιτικό κόστος της εγκατάλειψης της παραδοσιακής παρεμβατικής πολιτικής είναι υψηλότερο από το ενδεχόμενο οικονομικό όφελος. Αυτήν την επιλογή όμως, θα την πληρώσει η Γαλλία. Με ρυθμό ανάπτυξης στο 1% δεν λύνεται το πρόβλημα της ανεργίας, η χαμηλή αγοραστική δύναμη και το υψηλό δημόσιο χρέος. Εάν ο Φ. Ολάντ δεν πάρει το μάθημα από τα αποτελέσματα αυτών των εκλογών, τότε το μεσοπρόθεσμο οικονομικό μέλλον της Γαλλίας θα είναι παρόμοιο με το πρόσφατο παρελθόν της Ισπανίας ή της Πορτογαλίας.

Οι κύριοι οικονομικοί και πολιτικοί εταίροι της Γαλλίας αντέδρασαν θετικά στο σύμφωνο ευθύνης, αλλά εξακολουθούν να έχουν σοβαρές αμφιβολίες για την εφαρμογή του. Ας ελπίζουμε ότι ο διορισμός νέας κυβέρνησης θα άρει αυτούς τους φόβους.

 

*Ο Nicolas Bouzou είναι ιδρυτής της οικονομικής συμβουλευτικής Asteres

© The Financial Times Limited 2014. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v