Academia.eduAcademia.edu
Συνοδευτικό κείµενο για τη παρουσίαση «Φύση, χρυσός και αγώνες για τις αξίες» Νοέµβριος 2016 Ειρήνη Σωτηροπούλου1 Το κείµενο γράφτηκε ως συνοδευτικό υλικό για την παρουσίαση της µελέτης «Φύση, χρυσός και αγώνες για τις αξίες», που παρουσιάστηκε την 11-11-2016 στο Ετήσιο Συνέδριο Ιστορικού Υλισµού, στο Λονδίνο. Η πλήρης µελέτη πρόκειται να δηµοσιευθεί σε λίγο καιρό στην Αγγλική γλώσσα. ***** Η µελέτη «Φύση, χρυσός και αγώνες για τις αξίες» γράφτηκε στα πλαίσια µιας γενικότερης αναζήτησης σχετικά µε το πώς οι κοινωνικοί αγώνες και οι συλλογικές αντιλήψεις για την αξία ή τις αξίες στην οικονοµία, επικοινωνούν ή έρχονται σε αντίθεση µε τις υπάρχουσες θεωρίες για την αξία. Η µελέτη επικεντρώνει το ενδιαφέρον στο ζήτηµα της αξίας της φύσης και πώς µπορούµε να το συζητήσουµε, έχοντας ως αφετηρία ή ως παράδειγµα τους αγώνες κατά της εξόρυξης χρυσού στην Βόρεια Ελλάδα. Στη µελέτη χρησιµοποίησα µόνο δηµοσιευµένο υλικό σχετικά µε το κίνηµα κατά των χρυσωρυκτικών δραστηριοτήτων και δεν έγινε µέχρι στιγµής έρευνα πεδίου, που αποτελεί τµήµα µελλοντικής διερεύνησης. Το δηµοσιευµένο υλικό αναλύθηκε ως προς το πώς ως δηµόσιος λόγος και πράξη συµβάλλει στη συζήτηση ειδικά για την αξία της φύσης και γενικά για την αξία εν γένει µέσα σε µια οικονοµία. Προσπαθώ να αποφύγω την συζήτηση περί αξίας σε ανιστορικά ή α-χωρικά πλαίσια, πολύ δε λιγότερο σε πλαίσια που αναιρούν τις συγκεκριµένες προβληµατικές που αφορούν τα όσα διακυβεύονται κάθε φορά: τί ακριβώς είναι αυτό που έχει αξία σε αυτήν την περίπτωση και γιατί; Ποιος την κρίνει την αξία; Πότε έχει αξία η φύση, όταν καταστρέφεται ή όταν υποθέτουµε τί θα χάναµε αν καταστρεφόταν, ή όταν δεν καταστρέφεται αλλά δεν εντάσσεται και σε ένα οικονοµικό πλαίσιο (καπιταλιστική πατριαρχία) που δεν µπορεί να λειτουργήσει χωρίς την καταστροφή της; Αν δεν εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο, έχει αξία; Αν ναι, γιατί, και για ποιους; Υπάρχουν επιθετικές ή βίαιες µορφής αξιο-λόγησης και αξιο-ποίησης και µη επιθετικές, ή είναι όλες επιθετικές; Και τί σηµαίνει όταν διαφορετικά πλαίσια αντίληψης της αξίας συναντώνται, ή πολύ περισσότερο, συγκρούονται; Δεν είναι καθόλου εύκολο να υπερβούµε αυτά τα ερωτήµατα µε απλές απαντήσεις, αφ’ ενός γιατί µέχρι στιγµής οι θεωρίες που έχουµε σχετικά µε την αξία δεν καλύπτουν καθόλου αυτήν τη συζήτηση. Αφ’ ετέρου γιατί όλη η αντίληψή µας για τη φύση και την ανθρώπινη εργασία αναπαράγεται καθηµερινά µέσα από έννοιες και πρακτικές που δικαιολογούν τη κακοποίηση και καταστροφή και των δυο, αντί για το αντίθετο. Σαν να λέµε, είµαστε συνηθισµένοι να σκεφτόµαστε µε τρόπους που βλάπτουν όχι µόνο τα βουνά και τα δάση, αλλά και εµάς τους ίδιους/ες και να τους θεωρούµε φυσιολογικούς τρόπους σκέψης. Με αυτήν την έννοια, το να αναφερθώ σε ένα πολύ συγκεκριµένο κίνηµα µε πολύ συγκεκριµένους στόχους, τουλάχιστον βοηθά στο να µπορώ να ελέγχω και να εντοπίζω, όσο το δυνατόν, την εσωτερίκευση των πατριαρχικών καπιταλιστικών αντιλήψεων τόσο στην υπάρχουσα θεωρία, όσο και στην δική µου σκέψη. 1 Ερευνήτρια, Κέντρο Αγρο-οικολογίας, Υδάτων & Σθένους (Πανεπιστήµιο Κόβεντρυ), irene.sotiropoulou@coventry.ac.uk Έτσι, στην ανάλυσή µου δεν µπορούσα παρά να εξετάσω, όχι µόνο τη συζήτηση για τη φύση καθ’ αυτή, αλλά και τη συζήτηση για την αξία που έχει ένα πολύτιµο µέταλλο, όπως είναι ο χρυσός, που αποτελεί βιοµηχανικό και ιατρικό υλικό, εµπόρευµα, υλικό καλλιτεχνίας ή µέσο πληρωµής. Και βεβαίως την εντελώς πρακτική συζήτηση που ανέκυψε σχετικά µε την ιεράρχηση των τρόπων παραγωγής και την αξία που έχει µια θέση εργασίας, αναλόγως µε τον τοµέα στον οποίο ανήκει αυτή. Έτσι η δηµιουργία βιοµηχανικών θέσεων εργασίας θεωρείται πάντα πολύ πιο επιθυµητή από την στήριξη των υπαρχουσών θέσεων εργασίας σε άλλους τοµείς, όπως είναι η γεωργία. Το φαντασιακό της βαρειάς βιοµηχανίας ως βάσης µιας αναπτυγµένης και ευηµερούσας οικονοµίας καλά κρατεί, ανεξάρτητα από το ποιά είναι η βαρειά αυτή βιοµηχανία, ποιό το περιβαλλοντικό και κοινωνικό της κόστος και εάν τελικά υπάρχει ανάγκη για το προϊόν που πρόκειται να παραγάγει. Έχουµε ανάγκη αυτόν τον χρυσό, αλήθεια, και γιατί; Τη ίδια στιγµή, θέσεις εργασίας σε άλλους τοµείς, ή και τρόποι παραγωγής που δεν µπορούν εύκολα να βιοµηχανοποιηθούν, όπως είναι η µελισσοκοµία, βρίσκονται σε δυσµενή αµυντική θέση. Είναι πολύ ενδιαφέρον στην περίπτωση των χρυσωρυχείων ότι το ποσοτικό κριτήριο που τόσο λατρεύουν πατριαρχία και καπιταλισµός δεν έχει καµµία ισχύ, όταν το επικαλούνται όσοι παράγουν σε τοµείς όπως είναι η γεωργία και ο τουρισµός. Αν οι θέσεις εργασίας στα χρυσωρυχεία ήταν περισσότερες από τις θέσεις στη γεωργία στις πληττόµενες περιοχές, θα το ακούγαµε συνέχεια ως επιχείρηµα από κάθε κυρίαρχο ΜΜΕ, πολιτικό και εµπειρογνώµονα επί οικονοµικής ανάπτυξης. Τώρα όµως που οι βιοµηχανικές θέσεις είναι πολύ λιγότερες και το κυριότερο, είναι χρονικά περιορισµένες (δηλαδή µέχρι το πέρας της εξόρυξης και της εξάντλησης των λιγοστών έτσι κι αλλιώς κοιτασµάτων), το επιχείρηµα της πλευράς που επισηµαίνει πόσες είναι οι θέσεις εργασίας για τους άλλους κλάδους και πόσο µακροπρόθεσµα είναι τα οφέλη της εξασφάλισης αυτών των περισσότερων θέσεων, η ποσότητα, το µέτρηµα, οι αριθµοί, δεν έχουν καµµία σηµασία για τη συζήτηση, δεν λαµβάνονται ποτέ υπ’ όψη. Εποµένως, είναι πολύ ενδιαφέρον ότι η ποσοτική προσέγγιση της αξίας είναι σχετική: η ποσότητα και η µέτρηση είναι χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής πατριαρχικής αντίληψης των πραγµάτων, στο µέτρο που συµφέρει την καπιταλιστική πατριαρχία. Δεν έχει καµµία σηµασία για αυτήν, η ποσότητα και η µέτρηση των τετραγωνικών χιλιοµέτρων δάσους που θα πρέπει να αποψιλωθούν, υδροφόρου ορίζοντα που θα µολυνθεί ή οι θέσεις εργασίας στον αγροτικό και τουριστικό κλάδο που θα χαθούν. Κάπως έτσι γίνεται αντιληπτό ότι ακόµη και να µετρήσει κανείς την αξία της φύσης µε ποσοτικά κριτήρια, ακόµη και να καταδείξει µια σύγκριση αξιών µε µετρήσεις σε µονάδες µέτρησης κατανοητές από τον καπιταλισµό, σηµασία δεν έχει ποιός έχει τα καλύτερα ποσοτικά στοιχεία, γιατί από ό,τι φαίνεται η αξία δεν εδράζεται σε αυτά ή δεν εδράζεται κυρίως σε αυτά. Μπορεί να λέµε ότι η πατριαρχία και ο καπιταλισµός έχουν εµµονή µε τη ποσότητα, αλλά τελικά δεν έχουν τόση εµµονή ώστε να κάνουν πίσω στις απαιτήσεις τους όταν οι µετρήσεις δεν είναι προς όφελός τους. Αυτή δεν είναι η µόνη αντίφαση βέβαια στην περίπτωση της χρυσωρυκτικής δραστηριότητας. Η άλλη αντίφαση είναι πόσο ο καπιταλισµός που επιδιώκει την εξόρυξη γίνεται όλο και πιο εξόφθαλµα πατριαρχικός όσο πιο πολλή αντίσταση βρίσκει. Από την φαλκίδευση συναίνεσης µέσω πολιτικών παιχνιδιών και χειραγώγησης ή παρελκυστικών τακτικών, µέχρι τη χρήση ευθείας βίας, το Όχι που λένε οι κάτοικοι των περιοχών αυτών τίθεται σε κατάσταση εξαίρεσης. «Δεν ισχύει», ή αν ισχύει «δεν είναι καθολικό», ή αν είναι καθολικό, «είναι συντηρητικοί», ή αν δεν είναι συντηρητικοί «είναι βίαιοι», και σε κάθε περίπτωση επενδυτές, διάφορα ΜΜΕ και κρατικές αρχές κάνουν ό,τι µπορούν για να υπερκεράσουν την άρνηση προς την εξόρυξη. Την ίδια στιγµή, η βία λαµβάνει έναν κλασσικό χαρακτήρα πατριαρχικής επιβολής που βεβαίως στόχο έχει να κάµψει όχι µόνο τις αντιστάσεις αλλά και την επιθυµία για αντίσταση. Δεν είναι µόνο η βία κατά των γυναικών που πρωτοστατούν κατά της εξόρυξης και ο σεξιστικός χαρακτήρας αυτής [που κάποιες φορές παίρνει ευθύ χαρακτήρα, κάποιες φορές κεκαλυµµένο]. Είναι και η εκβιαστική επίθεση ακόµη και σε οµάδες του τοπικού πληθυσµού, όπως παιδιά και ηλικιωµένοι, που υπό κανονικές συνθήκες πολέµου εξαιρούνται από κάθε βιαιοπραγία: η επίθεση µε δακρυγόνα στο σχολείο της Ιερισσού δείχνει ότι όπως σε διάφορα άλλα επίπεδα, η καπιταλιστική πατριαρχία δεν διστάζει να εκβιάσει µια αντίσταση µε τα µικρά της, τα παιδιά της, τα πρακτικώς πιο αδύναµα µέλη της κοινότητας. Και τέλος, µπορούµε να δούµε ακόµη και από την απόµακρη θέση ενός εξωτερικού παρατηρητή ότι στην προσπάθεια επιβολής της εξόρυξης συγκρούονται και οι άντρες µεταξύ τους, αλλά και οι αρρενωπότητές τους. Έχουµε από τη µια πλευρά την πολύ συγκεκριµένη και πολύ καπιταλιστική και πατριαρχική αρρενωπότητα των πολιτικών, των µεταλλωρύχων, των αστυνοµικών και από την άλλη διάφορες αρρενωπότητες ή ψήγµατα αυτών, που έχουν µια καλύτερη σχέση µε τη φύση (ίσως γιατί δουλεύουν µαζί της;), επιµένουν να διαδηλώνουν ενώ εκτίθενται στη βία παρά το πόσο «ηττηµένοι» µπορεί να φανούν τη µια στιγµή ή την άλλη, και ανήκουν και σε τοµείς της οικονοµίας που δεν θεωρούνται και τόσο σηµαντικοί (όπως είναι η γεωργία) ούτε και συνάδουν µε το ανδρικό πρότυπο του επιτυχηµένου αστού. Δεν σηµαίνει ότι δεν µπορούν διάφορες πατριαρχίες να συγκρούονται µεταξύ τους. Σηµαίνει όµως ότι η καπιταλιστική πατριαρχία δεν διστάζει να επιτεθεί και να εξουδετερώσει και τους άντρες, αν αυτοί λάβουν πολιτική θέση που δεν τη συµφέρει, συντασσόµενοι µε µη πατριαρχικές ή µη καπιταλιστικές πρακτικές. Δεν υπάρχει επίσης πρόθεση να εµφανιστεί η αγροτική παραγωγή ως «εκ φύσεως» ιδεατή περιβαλλοντικά δραστηριότητα ή ότι οι κλάδοι της εστίασης ή του τουρισµού δεν είναι κεφαλαιοποιηµένοι, όπως και άλλοι κλάδοι άλλωστε. Εκείνο που προέχει είναι να δούµε τις ιεραρχήσεις και τις προτεραιότητες ενός πολιτικο-οικονοµικού συστήµατος σε σχέση µε συγκεκριµένες δραστηριότητες και παραγωγικές διαδικασίες. Σε πρακτικό επίπεδο, το ερώτηµα µετατρέπεται στο πώς αυτές οι ιεραρχήσεις και αξιολογήσεις γίνονται ή δεν γίνονται αποδεκτές από τις εκάστοτε κοινωνίες και τί αποτελέσµατα επιφέρουν στις κοινότητες, στις διάφορες κοινωνικές οµάδες µέσα στις κοινότητες, και στο φυσικό τους περιβάλλον. Στην πραγµατικότητα, η διεκδίκηση αξίας για τη φύση µε άλλον τρόπο εκθέτει την καπιταλιστική πατριαρχία στο σύνολό της και δείχνει, α) ότι οι αντιλήψεις που έχουµε για την αξία είναι οπωσδήποτε δεµένες µε τις κοινωνικές-οικονοµικές σχέσεις µέσα στις οποίες ζούµε και δεν µπορούµε να µιλάµε εύκολα για το πόση αξία έχει η φύση ή η τάδε εργασία, αν δεν δούµε πόσο την αντιλαµβανόµαστε µέσα από τις κοινωνικές αυτές σχέσεις, β) ότι δεν είναι θέσφατα αυτές οι αντιλήψεις, άρα µπορούµε ή και οφείλουµε να σκεφτούµε πέρα από αυτές, ειδικά όταν βλάπτονται η φύση και οι άνθρωποι και γ) ότι οι συλλογικές διεκδικήσεις µπορεί να έχουν σε αυτή τη φάση αν όχι απαντήσεις [κανείς δεν έχει άλλωστε], τουλάχιστον καλύτερες ερωτήσεις για το πώς να αντιλαµβανόµαστε την οικονοµία, την αξία, τη φύση και τη σχέση µας µε αυτή.